- ιοντοφόρηση
- ηη ιοντοθεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionophorese < iono- (πρβλ. ιόν, ιόντος) + -phorese (< φόρησις < φορέω «μεταφέρω»). Ο όρος αποδίδεται επίσης με τη λ. ιοντο- Θεραπεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιοντοθεραπεία — η ιατρ. η θεραπεία που γίνεται με ιοντισμό, η ιοντοφόρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιοντοφόρηση] … Dictionary of Greek